Ποιήματα - poems

Μέλη γυμνά  - μέρος ευρύτερης ενότητας -

Μόνο
φως
ως νήπιο

δύσβατο

πλένει
την αρμυρή
σταγόνα

τη θάλασσα





Δώμα εντόμων
το στόμα
γερνά το φως
αναρριπίζει τη λαλιά

το αγαθό
κενοτάφιο
μάτι




Τσαλακωμένες βραχογραφίες
τα δάχτυλα
αναρρώνουν στην παλάμη

προϊστορικά χαλίκια
στον πήλινο ουρανό





Γενέθλια
Στο σπίτι
άναψα τα φώτα
Ανωφελής ο ύπνος
η προοπτική οσμή του τοπίου
περιφέρει μικρές φράσεις
"Θέλω κλάματα
αέρα με χώμα"

Απέραντη χυτή πόλη




Πολτός η νύχτα
αίμα κεριού
ένα τετράγωνο σπίτι
Πουλιά χαλκομανίες
στον ηλεκτρικό χλοοτάπητα
της πόλης
οξειδώνουν χαλάζι

τενεκεδένια δόντια
από κορμί






Μιλούσα
το χώμα
χαμηλά

ανάσα
τα νερά
στα δάχτυλα

κρατούσα

έφεγγα
τους καταρράκτες
στο γκρέμισμα της νύχτας
το στήθος σου





Φιλούσα
τον φόβο
ικέτευα
να χωρέσω
κοιτάζοντας σε
στο σώμα που ταξιδεύει





Λευκά πόδια γλιστρούν ...
Υποδύομαι την ηχώ

Οργανικό
αγγείο
το μολύβι μου
θερμαίνει τη λευκότητα
των τοίχων




Αγκαλιά
με άνθη
χωρίς ένα ποίημα
είμαι όλος
η αγάπη μου





Ω νάρκισσε
λευκό άνθος
τα μάτια σου
στάζουν
τον ίλιγγο
της μάσκας
απαρηγόρητο
καθρέφτη






Στείλε μου ένα γράμμα
ανώνυμη ισχύ του ρίγους
η μοναξιά
πακτώνει
αφωνία





Μικρό λεμόνι βρέχεται
Τανύζει τον ύπνο μου
κυλιόμενη σάρκα




Υψώνομαι στην ψιχάλα
στην κόψη του αέρα
ανάλλαχτη ευωδία
Άνθος λεμονιάς





Αραιά
στο φόντο
υγρή σκουριά
Θραύσμα
η εντύπωση
πως κοιμάμαι




Είδωλο υγρό
αποσπά ψιθύρους
απ' το κλειστό στόμα
Αρθρώνει οιμωγές
των ανήλικων δακτύλων





Χρυσαφένια νήματα
δέντρων
κεντούν την παλάμη

Δροσερό φιλί
επιστρέφει το στερέωμα

Η άβυσσος
προστρέχει στα χείλη
που μιλούν





Αφημένο φυλλαράκι
στην παλάμη
η καρδιά του δάσους

ακύμαντο σμήνος
κωδωνοκρουσιών
το ανοίκειο χυτό γάλα




Η εισπνοή
όπως οι επιθυμίες
καταρρέει
στο εσωτερικό του βίου

επάρκεια

αδειάζω τον χρόνο
στα δάχτυλα
σα ρίζα δέντρου






Πλανόδια προσωπογραφία
στάζει στο αίμα
την αναπνοή
Ακαταμέτρητοι βωμοί υφών
πλήρεις υγρασίας
αναρριχώνται
στον λάρυγγα




Η νύχτα απορροφά
απαλά τους διάττοντες
Τα δάχτυλα στην παλάμη
σημειώνουν
επιπλέοντα σώματα
ναυαγών




Ορεινό κοιμητήριο φωνών
έως
την άκρη
χτιστό σφύριγμα
το δρασκέλισμα των κούρων





Ανέκαθεν
καταλάβαινα
τους ανθρώπους στα δέντρα
Αυτόν
που τουλάχιστον
σε ένα ανώνυμο γράμμα
μόλις που προφταίνει
τη γλώσσα
στην αγάπη




Πρόβα δρόμου
Ο ράφτης του δάσους
μοιράζει τα δέντρα
Πουλιά
σε φωτογραφίες
διώχνουν τους περαστικούς





Ξυπνά το χαμένο πτηνό
Μ' ένα λεπτό μαχαίρι
κόβει το σοβά
του δωματίου όπου ζω
Το παιδί χώμα
με το καμένο στόμα
γερνά τον ύπνο
στην καρδιά μου





Προετοιμασία

Κάθε μέρα
ξυρίζω τις μασχάλες μου
Τις κόκκινες τρίχες
τις δένω σφιχτά
μια μια στα τσίνορα
Είμαι το σχοινί
γίνεσαι το δέντρο





Σε νομίσματα
παλαιάς κοπής
το παιδί
μεγαλώνει
το νεογέννητο
κλάμα

Διανύει μικρό
στιγμές δόξας
αιώνιων προσώπων




Χνότο βρεγμένο
η υγρή διαδρομή της πέτρας
στα όνειρα

αγγίζω
τα δάχτυλά μου





Ξενιτεμένα νήπια
σπέρνουν τα δόντια τους
Αερόστατα
στον μαρμαρένιο λάρυγγα





Φυσά πολύ εδώ
Τα δέντρα χαμηλώνουν
στο χώμα
Ένα βαθυπράσινο πεύκο
όρθιο
ακουμπά τα φώτα
της βρεγμένης ασφάλτου
Βυζαίνει σα να κοιμάται
τον ορίζοντα




Αστραπές
η ακουστική αφή της βροχής
Στην άκρη τού ρόδου
κομψό ηλιοβασίλεμα





Νοερή μονωδία
Το μυστικό σώμα
του χειμώνα
μέσα
στο σπίτι






Το κλάμα κλαις
τον αρχαίο χάλκινο
γίγαντα αέρα
χτύπο της καρδιάς



Η ακμή του γέροντα σφυρίζει
το ανυπόφορο τραγούδι
Τον θρήνο που συγχωρεί



Όταν βρέχει
κλείνουν οι φωνές
στόμα σε στόμα



Κόρακας
ντυμένος τη θάλασσα
λούζεται τη γέννησή μου


Να είσαι
μόνος
συγκινημένος